- κουιλάγια
- (Quillaja). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ροδιδών. Πρόκειται για θαμνώδη φυτά ή μικρά δέντρα με ατελή άνθη, ιθαγενή της Βραζιλίας, του Περού και της Χιλής. Το πιο γνωστό είδος είναι η κ. η σαπωνοφόρος (Quillaja saponaria) της Χιλής, της οποίας ο φλοιός –γνωστός με την ονομασία ξύλο του Παναμά– είναι πλούσιος σε σαπωνίνη, που είναι μείγμα δύο γλυκοζιδίων: της σαπωτοξίνης και του κουιλαϊκού οξέος. Η παρουσία της σαπωνίνης έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό σαπουνάδας, όταν σκόνη του φλοιού προστεθεί σε νερό· έχει, επίσης, αντιμικροβιακές ιδιότητες.
Dictionary of Greek. 2013.